Άρθρο του Γιώργου Χατζηθεοφάνους* στο anixneuseis.gr
Παρακολουθούμε για πολλοστή φορά τα τελευταία σαράντα περίπου χρόνια την πολιτική ηγεσία της Χώρας αμήχανη στις τουρκικές προκλήσεις. «Ο σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών…» η γνωστή επωδός των κατά καιρούς επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της Χώρας στις προκλήσεις των γειτόνων μας. «Η επίκληση του δικαίου είναι ευθέως ανάλογη της εθνικής ισχνότητας και διπλωματικής επιπολαιότητας», γράφει, ο κορυφαίος Έλληνας πολιτικός φιλόσοφος, ο Παναγιώτης Κονδύλης, στο επίμετρο της ελληνικής έκδοσης του έργου του «Πλανητική Πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο».
Το πρόβλημα της ελληνικής εξωτερικής είναι βαθύτατα θεσμικό και αφορά πρώτον στην παντελή απουσία επίσημων θεσμικών κειμένων με προσδιορισμένα τα εθνικά μας συμφέροντα και την εθνική στρατηγική και δεύτερον στην απουσία μακροχρόνιου σχεδιασμού και συνέχειας. Ακούμε συχνά πολιτικούς, διεθνολόγους, δημοσιογράφους κ.α. να επικαλούνται το εθνικό συμφέρον και τίθεται το ερώτημα, ποια είναι τα εθνικά μας συμφέροντα; Από πού απορρέει πως αυτό, που ακόμη και ο Υπουργός Εξωτερικών επικαλείται, ως εθνικό συμφέρον, είναι επωφελές για το έθνος; Ποιος τα προσδιόρισε, μέσα από ποια διαδικασία και που είναι γραμμένα; Έχει εξασφαλιστεί η απαιτούμενη εθνική ισχύς για την υποστήριξή τους, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής βούλησης και του κατάλληλου στρατηγικού σχεδιασμού; Ακούμε για «κόκκινες γραμμές» και τίθεται επίσης το ερώτημα ποιος τις προσδιόρισε, με ποια διαδικασία, πως υποστηρίζονται, έχουν γνωστοποιηθεί σε αυτούς που θα κληθούν να τις υποστηρίξουν, έχει εξασφαλιστεί, πέρα της εθνικής ισχύος, η εξωτερική αλλά και η εσωτερική νομιμοποίηση για την υποστήριξή τους;
Από την παθογένεια αυτή ξεκινούν όλα τα προβλήματα στην εξωτερική πολιτική της Χώρας, τα οποία πληρώσαμε, πληρώνουμε και θα πληρώνουμε ακριβά. Από την στιγμή που δεν υπάρχει εθνική στρατηγική, ήτοι στόχοι, κάθε νέο γεγονός-περιστατικό, απειλή ή ευκαιρία, που προκύπτει και άπτεται των εθνικών συμφερόντων, αποτελεί για το ΥΠΕΞ και μια νέα κρίση. Ουσιαστικά καλείσαι να διαχειρίζεσαι σε μόνιμη βάση κρίσεις και φυσικά το μόνο που μπορείς να πετύχεις είναι μια καλή διαχείριση κρίσης, εφόσον είναι ικανοί οι εκάστοτε χειριστές. Πέρα τούτου η απουσία εθνικής στρατηγικής επιτρέπει την εκάστοτε πολιτική ηγεσία να λαμβάνει αποφάσεις και να εκδίδει ανακοινώσεις για εσωτερική κατανάλωση αλλά και να χειρίζεται την εξωτερική πολιτική της Χώρας για προσωπικά και κομματικά οφέλη, αντί της υποστήριξης των εθνικών συμφερόντων.
Η απουσία Εθνικής Στρατηγικής, καταγεγραμμένης σε επίσημα θεσμικά κείμενα, οδήγησε τις κυβερνήσεις, των τελευταίων δεκαετιών, στην αναποτελεσματική πολιτική του κατευνασμού απέναντι σε μια αναθεωρητική Τουρκία και το μόνο που πέτυχε ήταν η μεταφορά του προβλήματος στο αύριο και η ενθάρρυνσή της στην κατεύθυνση της αναβάθμισης των προκλήσεων στο πλαίσιο επίτευξης των στόχων της. Τα ίδια και στα Βαλκάνια. Εκεί στις αρχές της 10ετίας του ’90 όταν ξεκίνησαν οι μεγάλες αλλαγές, αντί όλους αυτούς να τους πάρουμε από το χέρι και να τους οδηγήσουμε στην Ευρώπη και τη Δύση γενικότερα, ως η μόνη Χώρα της περιοχής ενταγμένη σε όλους τους θεσμούς της Δύσης (ΟΗΕ,ΝΑΤΟ,ΕΕ), γίναμε κι εμείς Βαλκάνιοι και μπήκαμε στο κάδρο των προβλημάτων, στο οποίο δυστυχώς ακόμη βρισκόμαστε. Η ιστορία μας επιφύλασσε πρωταγωνιστικό ρόλο στα Βαλκάνια, τον οποίο εμείς αρνηθήκαμε. Το λάθος αυτό δυστυχώς το πληρώσαμε και θα το πληρώνουμε ενδεχομένως ακριβά για πολλά χρόνια. Βασική αιτία και πάλι η απουσία Εθνικής Στρατηγικής, καταγεγραμμένης σε επίσημα θεσμικά κείμενα, που πέρα των άλλων έδωσε το δικαίωμα σε αναρμόδιους να αναλάβουν την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, τους οποίους οι τότε Κυβερνώντες στην καλύτερη περίπτωση παρακολουθούσαν αμήχανοι, στην χειρότερη τους ακολουθούσαν για μικροκομματικές σκοπιμότητες-οφέλη.
Στο πλαίσιο της εξασφάλισης μακροχρόνιου σχεδιασμού και συνέχειας έχει προταθεί, κατά καιρούς, από πολλούς, η ίδρυση Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας με τη συμμετοχή, πέρα των άλλων, των αρχηγών των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Υπάρχουν πολλά ερωτήματα όμως σε ότι αφορά την αποτελεσματικότητα και κυρίως την λειτουργία του σε πρακτικό επίπεδο. Το πλέον σημαντικό ζήτημα έχει να κάνει με τον τρόπο λήψης των αποφάσεων όταν θα υπάρχουν διαφωνίες. Προφανώς θα λαμβάνονται κατά πλειοψηφία έστω κι αν δεχθούμε πως ο Πρωθυπουργός θα έχει ψήφο μεγαλύτερης βαρύτητας. (Η συμμετοχή απλά για ενημέρωση των πολιτικών αρχηγών δεν προσφέρει τίποτα καθόσον δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα. Σας παραπέμπω στην τελευταία σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον ΠτΔ, για το πολύ σοβαρό ζήτημα του προσφυγικού, που άπτεται ζωτικών μας συμφερόντων). Τι σημαίνει όμως αυτό; Ας δούμε ένα παράδειγμα. Ένα κόμμα με σαφείς θέσεις στο ζήτημα της ονομασίας της FYROM κερδίζει τις εκλογές και το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας στη συνέχεια αποφασίζει μέσω πλειοψηφίας να υιοθετήσει διαφορετική θέση. Έχει τέτοια νομιμοποίηση; Κινείται μια τέτοια πρακτική στα όρια της δημοκρατίας; Πιστεύω πως όχι. Η νόμιμα και με δημοκρατικές διαδικασίες εκλεγμένη από το λαό Κυβέρνηση έχει την ευθύνη υλοποίησης της πολιτικής με την οποία κατέβηκε στις εκλογές και κέρδισε την ψήφο του ελληνικού λαού.
Αν όμως η πρόταση συγκρότησης του παραπάνω Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας δεν επιλύει το πρόβλημα, πως θα αντιμετωπιστεί η παθογένεια αυτή; Μια αποτελεσματική λύση για την εξασφάλιση του απαραίτητου μακροχρόνιου σχεδιασμού και της συνέχειας στην εξωτερική πολιτική, είναι η αναβάθμιση του ΚΥΣΕΑ και η σύσταση ενός μεγάλου επιτελείου με αξιόλογους διπλωμάτες, συμπεριλαμβανομένων Πρέσβεων ε.τ., διακεκριμένoυς νομικούς διεθνούς δικαίου, απόστρατους αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων με σχετικά προσόντα, περιβαλλοντολόγους, διεθνολόγους, οικονομολόγους κ.α., που θα μελετούν σε μόνιμη βάση το διεθνές περιβάλλον, θα προσδιορίζουν ευκαιρίες και απειλές και θα βοηθούν τον εκάστοτε Πρωθυπουργό στη διαμόρφωση των εθνικών συμφερόντων, με βάση τα οποία θα εκπονείται η εθνική στρατηγική. Το επιτελείο αυτό πρέπει να προστατευτεί θεσμικά, να είναι υπερκομματικό και να λειτουργεί σε μόνιμη βάση, καθόσον η προσπάθεια αυτή εμπεριέχει δυναμική ειδικά στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον, που αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς. Οι αποφάσεις όμως λαμβάνονται πάντα από την εκάστοτε εκλεγμένη από το λαό Κυβέρνηση, η οποία όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου επιδοκιμάζεται ή αποδοκιμάζεται από το λαό. Έτσι λειτουργεί η δημοκρατία. Είναι όμως βέβαιο πως οι εισηγήσεις αυτού του επιτελείου, οι οποίες θα παρουσιάζονται στο ΚΥΣΕΑ και θα παραμένουν στο αρχείο, ως έχουν, χωρίς καμιά τροποποίηση-διόρθωση, θα δεσμεύουν έμμεσα τους εκάστοτε κυβερνώντες, θα περιορίσουν την ανικανότητα και φυσικά θα δυσκολέψουν αυτούς που σήμερα πολλές φορές βάζουν το προσωπικό-κομματικό συμφέρον πάνω από το εθνικό.
Στο δια ταύτα από τα παραπάνω προκύπτει, για άλλη μια φορά, η μεγάλη ανάγκη για μεταρρυθμίσεις που έχει η Χώρα. Αποτελεί τη μόνη διέξοδο στα προβλήματα, στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός σύγχρονου και ευρωπαϊκού κράτους, ικανού να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του σύγχρονου περιβάλλοντος και κυρίως να διασφαλίσει την υποστήριξη των εθνικών μας συμφερόντων (ασφάλειας και οικονομίας), σε θεσμικό πάντα επίπεδο, μέσα σε ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο και σύνθετο διεθνές περιβάλλον με πολλούς και διάφορους δρώντες. Το ερώτημα βέβαια που τίθεται είναι εάν, στο υφιστάμενο πολιτικό τοπίο, υπάρχουν αυτές οι μεταρρυθμιστικές πολιτικές δυνάμεις, που χρειάζεται ο τόπος, με ικανούς και αποτελεσματικούς ανθρώπους στη διοίκηση κι όχι στην ανέλιξη, για να βγάλουν τη Χώρα από τα αδιέξοδα. Αυτό είναι το ζητούμενο.
Ο Γιώργος Χατζηθεοφάνους είναι ταξίαρχος ε.α. Διετέλεσε Διοικητής της Ελληνικής Δύναμης Κοσσυφοπεδίου. Είναι, επίσης, οικονομολόγος. ΣΣΕ, ΣΕΘΑ,ΝΟΕ/ΑΠΘ, PMP/PMI