Το Πρωτογενές Πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ που έχει συμφωνηθεί με τους Εταίρους μας μέχρι το 2022, αντιστοιχεί στη δαπάνη για Τόκους του Δημοσίου Χρέους μας περίπου 6 δισ. που μετά τις εξαιρετικά γενναιόδωρες ρυθμίσεις του 2012 ( PSI) αλλά και τις πρόσφατες, το μέσο επιτόκιο δανεισμού του μειώθηκε στο χαμηλώτατο 1,8%.
Χωρίς αυτές, η δαπάνη γιά Τόκους του Δημοσίου Χρέους, θα ξεπερνούσε τα 16 δίς, ποσό δυσβάστακτο για την Ελληνική Οικονομία.
Όμως ακόμη και το 3,5%, έχει υφεσιακές επιπτώσεις επειδή σχεδόν στο συνολό του αφορά δαπάνη προς το εξωτερικό για πληρωμή Τόκων του Δημοσίου Χρέους που στο μέγιστο ποσοστό του είναι εξωτερικό Χρέος.
Για να μην έχει τέτοιες επιτώσεις, η διαροή αυτή απ’ το εσωτερικό εισοδηματικό κύκλωμα και ζήτηση της οικονομίας, θα έπρεπε να αντισταθμίζεται από πλεόνασμα στο Ισοζύγιο Πληρωμών και αύξηση της Επενδυτικής Δαπάνης, όπου τώρα δεν συμβαίνει ούτε στο πρώτο όπου έχουμε έλλειμμα -2,9% του ΑΕΠ, ούτε στο δεύτερο όπου έχουμε μείωση -8%.
Επί πλέον, η δημιουργία μεγαλύτερου του συμφωνηθέντος πρωτογενούς πλεονάσματος όπου σύμφωνα με τη σημερινή ανακοίνωση έφθασε το 4,29% το 2018, επετεύχθη με τους γνωστούς τρόπους και χρησιμοποιέιται για προσέλκυση εκλογικής πελατείας, σκοτώνει τα κίνητρα για εργασία και επιχειρηματικότητα.
Αξίζει να αναφερθεί, πως το ίδιο πρωτογενές πλεόνασμα πέτυχε η χώρα το 1994 στο ξεκίνημά της πορείας της προς ένταξη στην ΟΝΕ, και έκτοτε μέχρι το 2002 είχε πρωτογενή πλεονάσματα με μέσο όρο άνω του 3%.
Αυτά, χωρίς φορολογικό στραγγαλισμό των πολιτών και των επιχειρήσεων, χωρίς τεράστιας έκτασης απλήρωτες δαπάνες του Δημοσίου, και με ρυθμούς ανάπτυξης διπλάσιους των σημερινών. Η αππαλλαγή της χώρας το συντομώτερο δυνατόν απ’ τη σημερινή αντιμνημονιακή απάτη του αριστερού λαϊκισμού, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανορθωσή της.