7 Ιουνίου 2019.
Τον τελευταίο καιρό, η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα βρίσκεται σε αναβρασμό, λόγω παρατεταμένης
οικονομικής ανομβρίας, συγχωνεύσεων, νομοθετικών παρεμβάσεων που επιφέρουν δομικές αλλαγές στον
τρόπο προσφοράς νέων προγραμμάτων σπουδών, αλλά και λόγω των παρεξηγήσεων που προκύπτουν από
τον κυοφορούμενο νέο τρόπο πρόσβασης στα πανεπιστήμια “χωρίς εξετάσεις”.
Αν και το ενδιαφέρον του κοινού συνήθως επικεντρώνεται στον τρόπο πρόσβασης στα πανεπιστήμια, εν
τούτοις οι πρόσφατες νομοθετήσεις συγχωνεύσεων πανεπιστημίων (αλλά και οι αποτυχημένες απόπειρες)
έχουν μονοπωλήσει τα πρωτοσέλιδα και έχουν οδηγήσει σε οξυμμένες πολιτικές διαμάχες. Η αντιπολιτευτική
κριτική συνήθως συνοψίζεται στο «θα αλλάξουμε αυτά που ψηφίσατε», κάτι που τελικά ωθεί το υπουργείο να
νομοθετεί σε μεγάλη έκταση και βάθος, δυσκολεύοντας οποιαδήποτε προσπάθεια άρσης των νόμων.
Αυτό το σύντομο άρθρο σκοπεύει να δείξει ότι, αν κανείς παρακολουθεί προσεκτικά τις συγκυρίες, τότε
μπορεί να κάνει ηπιότερες, αλλά εξίσου αποτελεσματικές, παρεμβάσεις. Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό,
όμως, είναι να εστιάζει στο τι πρέπει να γίνει και ν’ αποφεύγει τις ιδεοληψίες ως προς το πως θα το πετύχει.
Στη βάση των εγχειρημάτων μεταρρύθμισης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι η προσπάθεια αποφόρτισης
της πίεσης στις υποδομές και στο ανθρώπινο δυναμικό των πανεπιστημίων που προκαλείται από τη μαζική
εκπαίδευση. Παλιότερα, η επένδυση στη «μαζική εκπαίδευση» ενδύθηκε το μανδύα της «τεχνολογικής
εκπαίδευσης» με σκοπό να στρέψει εκεί αρκετούς μαθητές. Μετά, γίναμε μάρτυρες των μαζικών ιδρύσεων
νέων τμημάτων, πολλά από τα οποία σήμερα φυτοζωούν. Φυσικά, ακόμα και σήμερα, η μαζική εκπαίδευση
υπηρετεί και το σκοπό της πλασματικής μείωσης του ποσοστού ανεργίας. Ουσιαστικά, για πολλά χρόνια, το
υπουργείο επιβάλλει στις περισσότερες σχολές να εγγράψουν φοιτητές σε αριθμούς σχεδόν διπλάσιους απ’
αυτούς που οι καθηγητές μιας σχολής θεωρούν ότι μπορούν να εκπαιδεύσουν αποτελεσματικά και αυτό έχει
οδηγήσει σε μείωση του διαθέσιμου χρόνου που ένας καθηγητής μπορεί να συζητήσει με τους φοιτητές του
και σε αύξηση στο κόστος λειτουργίας και συντήρησης των υποδομών (κυρίως σε τμήματα με ανάγκες
εργαστηριακών υποδομών). Έτσι, η μαζική εκπαίδευση πέτυχε τη διεύρυνση, αλλά σε βάρος της ποιότητας,
της παραγωγικότητας και πολλών οικογενειακών προϋπολογισμών.
Ωστόσο, οι φυσικοί περιορισμοί σε εκπαιδευτικούς πόρους, όπως αίθουσες και βιβλία, δεν είναι σήμερα
απαγορευτικοί, όπως στο παρελθόν, για την πραγματοποίηση πανεπιστημιακών σπουδών σε αρκετές
γνωστικές περιοχές. Στην Ελλάδα, αλλά και σ’ όλη την Ευρώπη, σήμερα, υπάρχουν πανεπιστήμια με ανοικτή
πρόσβαση, εξ απόστασης και σε μαζική κλίμακα, ώστε να εξυπηρετήσουν όσους ενδιαφέρονται να
φοιτήσουν χωρίς να απομακρυνθούν από τον τόπο διαμονής ή εργασίας τους*.
Αυτό θα επέτρεπε στα συμβατικά πανεπιστήμια να μειώσουν τον αριθμό των εισακτέων, ώστε αυτός να πλησιάσει το
πλήθος φοιτητών που πιστεύουν πως μπορούν να εκπαιδεύσουν αποτελεσματικά και, έτσι, να επιτύχουν, σταδιακά,
την αναγκαία σημαντική βελτίωση του επιπέδου της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Σημαντικό σημείο της πρότασης είναι πως δεν χρειάζεται να νομοθετήσει η πολιτεία, με το συνεπακόλουθο
ρίσκο της πολιτικής πόλωσης. Το μόνο που χρειάζεται είναι το υπουργείο να ακούσει, επιτέλους, τα
πανεπιστήμια, σχετικά με το πόσο κόσμο μπορούν να εκπαιδεύσουν και να περιοριστεί στη δημοσίευση
αξιόπιστων δεικτών φοίτησης και αποφοίτησης.
Η ουσία της πρότασης βασίζεται στη μεταφορά της εμπιστοσύνης και της ευθύνης στη λήψη αποφάσεων στα
πανεπιστήμια και κρατάει για το υπουργείο το ρόλο του επιβλέποντος που θέτει το πλαίσιο και διαχέει
αντικειμενική πληροφόρηση. Οπωσδήποτε, η πρόταση δεν είναι ενδεικτική ενός «μικρού» κράτους, που
αφήνει τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους χωρίς επίβλεψη. Επίσης, σίγουρα, δεν είναι ενδεικτική ενός
«μεγάλου» κράτους, που επιθυμεί να νομοθετήσει και να οργανώσει τόσες λεπτομέρειες ώστε τελικά να
καθίσταται «μικρό» λόγω της αναποτελεσματικότητας των παρεμβάσεων. Αντιθέτως, αντανακλά την
ευρωπαϊκή προσέγγιση στην ανώτατη εκπαίδευση: πρώτα αποφασίζεται η κατεύθυνση και, μετά, οι χώρες-μέλη
αφήνονται αρκετά ελεύθερες να προχωρήσουν, έστω και με αποκλίσεις στις επιμέρους ενέργειες, πριν
επιχειρηθεί η επόμενη νομοθέτηση που θα επιφέρει επιπλέον σύγκλιση.
Ακόμα και οι συγχωνεύσεις πανεπιστημίων και τεχνολογικών ιδρυμάτων, που προκάλεσαν τόση σύγκρουση
για ελάχιστα πειστικούς λόγους, θα μπορούσαν να είχαν διευκολυνθεί, με μία αντίστοιχη προσέγγιση.
Απελευθερώνοντας τις μετακινήσεις καθηγητών και φοιτητών στη βάση ισχυόντων νόμων και υιοθετώντας τις
ευρωπαϊκές πολιτικές κινητικότητας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε καθαρά,
σε βάθος 2-3 χρόνων, ποια τμήματα ή σχολές έχουν ξεπεραστεί και θα μπορούσαν να συγχωνευθούν, πριν
επιχειρηθεί κάποια εστιασμένη νομοθέτηση. Αυτό το μικρό χρονικό βάθος, επιπλέον, θα επέτρεπε να
διαμορφωθούν οι απαραίτητες συναντιλήψεις σε επίπεδο καθηγητών και διοικήσεων ώστε να προχωρήσουν
οι συγχωνεύσεις ή οι απορροφήσεις που θα είχαν κάποιο εκπαιδευτικό, ερευνητικό ή διοικητικό πλεονέκτημα,
αλλά και να διαμορφωθούν οι μεταβατικές διατάξεις που, κατά περίπτωση και με ευθύνη των διοικήσεων, θα
εξασφάλιζαν τις ευκαιρίες εκπαίδευσης των φοιτητών των τμημάτων που απορροφούνται. Έτσι, θα
διαπιστώναμε πως, τελικά, ικανοποιούμε με άλλο τρόπο την αρχική ανάγκη, δηλαδή να διευρύνουμε την
προσφορά εκπαίδευσης, αλλά, ταυτόχρονα, εστιάζουμε τις ερευνητικές και εκπαιδευτικές δυνάμεις των
πανεπιστημίων μας, χωρίς να γιγαντώνουμε το διοικητικό τους βάρος.
Θα μπορούσε κανείς να αντιπροτάξει το πρόβλημα του «τι θα κάνουμε με τους υπαλλήλους που θα βρεθούν
χωρίς αντικείμενο». Όμως, με βάση την παραπάνω προσέγγιση, και ο αντίλογος είναι εύλογος. Η μεταφορά
ουσιαστικής ευθύνης στις διοικήσεις των πανεπιστημίων θα επέτρεπε να γίνουν πιο ευέλικτα στην αξιοποίηση
της περιουσίας τους και να στρέψουν πόρους στην εκπαίδευση του πλεονάζοντος προσωπικού ή να
στρέψουν το προσωπικό αυτό στα τμήματα που συνεχίζουν να λειτουργούν. Και, φυσικά, μπορεί κάποιος
πάντα να πει ότι αντικείμενο της εκπαιδευτικής πολιτικής είναι η εκπαίδευση και ότι το κράτος οφείλει να κάνει
ότι πρέπει για να αξιοποιεί τους υπαλλήλους του ή για να παρέχει δίκτυ ασφάλειας σε όσους δεν έχουν
εισόδημα.
Οι παραπάνω προτάσεις δεν είναι οι μόνες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα
και ούτε το εγγυώνται. Όμως, είναι ενδεικτικές του τρόπου λειτουργίας ενός κράτους, που αντιλαμβάνεται
πως η νομοθέτηση στη βάση μακρόπνοων πολιτικών, που η χώρα έχει ήδη συναποφασίσει με τους
ευρωπαίους εταίρους της, είναι κάτι που που απαιτεί συνέπεια, βάθος χρόνου αλλά και ετοιμότητα
διορθώσεων, για να επιφέρει αλλαγές που δεν θα είναι εφήμερες. Επίσης, οι προτάσεις αυτές είναι ενδεικτικές
μίας δημόσιας διοίκησης που αντιλαμβάνεται ότι η ισορροπία, ανάμεσα σε, κατά καιρούς αντίρροπες,
εγχώριες και ευρωπαϊκές προτεραιότητες, απαιτεί κινήσεις που να προετοιμάζουν το αποτέλεσμα που
ευαγγελίζονται. Αν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι να βελτιωθεί το επίπεδο της παρεχόμενης
εκπαίδευσης, μια καλή ιδέα -για κάθε κυβέρνηση- είναι να αποδεχτεί πως, πιθανότατα, δεν θα δει τη
βελτίωση στη θητεία της. Για την ομαλή πορεία της χώρας αυτό είναι μια καλή αρχή.
* Ανατρέξτε στο https://www.protagon.gr/anagnwstes/to-anoigma-tis-tritovathmias-ekpaidefsis-stin-koinwnia-44341273641 για μία
προγενέστερη αλλά πληρέστερη παρουσίαση αυτής της πρότασης.
- Ο Δημήτρης Καλλές είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Θετικών Επιστημών και Τεχνολογίας στο Ελληνικό Ανοικτό
Πανεπιστήμιο υποψήφιος Ευρωβουλευτής της Δημοκρατικής Ευθύνης.
Δείτε το άρθρο εδώ.